ωτομοτρίς

ωτομοτρίς
το
βλ. οτομοτρίς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ωτομοτρίς — η, Ν άκλ. βλ. οτομοτρίς …   Dictionary of Greek

  • οτομοτρίς — και ωτομοτρίς, το (άκλ. ουσ.) σιδηροδρομική αυτοκινητάμαξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. automotrice, θηλ. τού επιθ. automoteur] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”